Μια πολύ όμορφη παράσταση με
ερμηνείες που αξίζουν πολλά μπράβο, έδωσαν οι μαθητές της θεατρικής
ομάδας του σχολείου μας, με το έργο "Το Φιόρο του Λεβάντε", του Γρηγόρη Ξενόπουλου.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα του έργου
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες. Γεννήθηκε το 1867 στην Κωνσταντινούπολη, μεγάλωσε στη Ζάκυνθο και σπούδασε μαθηματικά στην Αθήνα. Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, μαζί με άλλους Έλληνες λογίους, προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση. Ο Ξενόπουλος ήταν πολυγραφότατος συγγραφέας. Έγραψε πάνω από 80 μυθιστορήματα και πλήθος διηγημάτων.
Τα έργα του διαδραματίζονται στην Αθήνα και τη Ζάκυνθο.
Θεωρείται ο
εισηγητής του "αστικού μυθιστορήματος", δηλαδή του μυθιστορήματος που
διαδραματίζεται στα αστικά κέντρα. Βασικό θέμα στα έργα του είναι ο έρωτας,
κυρίως έρωτας μεταξύ ατόμων από διαφορετικές τάξεις. Αρετές του έργου του είναι
η αφηγηματική ευχέρεια, η ικανότητα να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του
αναγνώστη και η παρατηρητικότητα.
Ο Ξενόπουλος χρησιμοποιεί περιστατικά και από την ίδια του τη ζωή με τρόπο όμως
που αυτά να περνάνε σαν φανταστικά. Πέθανε το 1951 στην Αθήνα.
Το έργο "Το Φιόρο του Λεβάντε" γράφτηκε το 1914.
Το έργο "Το Φιόρο του Λεβάντε" γράφτηκε το 1914.
Ο Νιόνιος Νιονιάκης, τετραπέρατος
Ζακυνθινός, πανέξυπνος, αθώος, γαλίφης και καταφερτζής, πολυμήχανος, όλα
τα φέρνει βόλτα, όλα τα παλεύει, εκτός από το φόβο του για τους
σεισμούς! «Πολύ κούνια αφέντη, πολύ κούνια! Όλο σκόρσο και σπαβέντο!».
Ο υπηρέτης ως καταλύτης στις
οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις είναι ένα μοτίβο που συναντάται
στην κωμωδία από την ελληνική αρχαιότητα. Στα αδιέξοδα της αστικής τάξης
και της συντηρητικής ηθικής έρχεται να δώσει τη λύση η ‘βάση’, ο
εκπρόσωπος της λαϊκής τάξης, που η ανάγκη της επιβίωσης έχει προικίσει
τους ανθρώπους της με ευστροφία, καπατσοσύνη, πανουργία αλλά και
αφοπλιστική καθαρότητα.
Ο
Νιόνιος έρχεται στο αστικό σπίτι ως
επιστάτης, για να υπενθυμίσει εκείνον τον άλλον τρόπο ζωής στο νησί.
Προσκολλημένος στις παραδοσιακές σχέσεις αφέντη και υποτακτικού, όπως
ήταν βιωμένες στη Βενετοκρατούμενη και αργότερα Αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο,
με υπερηφάνια όμως και οξύνοια, καταγίνεται στο να διορθώσει τα κακώς
κείμενα του σπιτιού ή τουλάχιστον ν' αποκαταστήσει αμφίβολες και
αδιαφανείς καταστάσεις. …Ο αλέγρος Ζακυνθινός χωρίς κανείς να τον πάρει
είδηση, χωρίς τυμπανοκρουσίες και μεγάλα λόγια, χωρίς ταραχές και
ξεμπροστιάσματα, ικανοποίησε και έλυσε ό,τι απασχολούσε τους αφεντάδες
του με όλο εκείνο το ταπεραμέντο του Ζακυνθινού…
Φεύγει, αφού έχει
τελειώσει την αποστολή του, και παρά την αγραμματοσύνη του και την
άγνοια βασικών τεχνολογικών επιτευγμάτων της εποχής του όπως λ.χ. το
τηλέφωνο, αφήνει ένα κενό στους ανθρώπους του σπιτιού, που σίγουρα θα
θυμούνται το μπρίο του, το τραγούδι του, την καπατσοσύνη του και τελικά
έναν ζακυνθινό που πέρασε από τη ζωή τους και που εκτός του ότι τους
έλυσε προβλήματα, τους ζέστανε και τους ζωντάνεψε με τα συμπαθητικά του
καμώματα, την ιδιοτροπία και τις γκάφες του, με την τρυφεράδα, την
πονηριά και την εντιμότητα, την αφοσίωση, τη σβελτάδα και την
αποφασιστικότητά του.