Τζιοβάνι Μπελλίνι, Πιετά |
"Η ζωή εν τάφω, κατετέθης Χριστέ, και αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι την σην."
Με τα παραπάνω αρχίζει η ποιητική σύνθεση των 185 εγκωμίων που διαρθρώνονται σε τρεις στάσεις. Είναι ο επιτάφιος θρήνος, που ψέλνεται με ιδιαίτερη κατάνυξη στις ορθόδοξες εκκλησίες το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής και είναι ίσως το πιο συγκινητικό υμνολογικό του ετήσιου εκκλησιαστικού μας κύκλου. Η τρίτη στάσις είναι αναμφισβήτητα η πιο συγκινητική, γιατί είναι συνδεμένη με το μοιρολόι της Παναγίας:
"Ω γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον,
Το κατανυκτικό κείμενο του ύμνου αποδίδει τον πόνο της Παναγίας για τον επίγειο θάνατο του μοναδικού υιού της.
Ύπτιον ορώσα, η Πάναγνός σε, Λόγε, μητροπρεπώς εθρήνει.
"Ω γλυκύ μου Έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον,
πού έδυ σου το κάλλος;
Θρήνον συνεκίνει, η πάναγνός σου Μήτηρ,
σοι Λόγε νεκρωθέντος.
Υιέ Θεού παντάναξ,
Θεέ μου πλαστουργέ μου,
πώς πάθος κατεδέξω;"
Το κατανυκτικό κείμενο του ύμνου αποδίδει τον πόνο της Παναγίας για τον επίγειο θάνατο του μοναδικού υιού της.
Δεν υπάρχει ωραιότερη μελωδία ... ωραιότερη ψαλμωδία από αυτήν της περιφοράς του Επιταφίου. Όλοι, μα όλοι ψέλνουν την μία και μοναδική ζεστή μελωδία που κάνει και την πιο παγωμένη καρδιά να λιώνει.
Οι πόνοι της Παναγιάς
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.
Tη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι
Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
(1884-1974)
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.
Tη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι
Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ