

Λίγα λόγια τον συγγραφέα:
Ο
γεννήτορας του ελληνικού μεταπολεμικού θεάτρου, όπως έχει χαρακτηριστεί,
γεννήθηκε στη Νάξο. Το 1934,
η οικογένειά του μετακόμισε, λόγω οικονομικών προβλημάτων, στην Αθήνα και ο
Καμπανέλλης αναγκάστηκε να εργάζεται την ημέρα και να σπουδάζει σε μια
νυχτερινή Τεχνική Σχολή. Διψασμένος
για γνώση, νοίκιαζε βιβλία από τα παλαιοβιβλιοπωλεία και μέχρι να τελειώσει το
γυμνάσιο είχε γνωρίσει όλους τους ευρωπαίους κλασικούς. Το 1942 συνελήφθη από
τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν. Ήταν
ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες, και επέστρεψε το 1945. Την εμπειρία του
αυτή την κατέγραψε στο μοναδικό του πεζογράφημα, “Μαουτχάουζεν” (1963).
Όταν
γυρίζει στην Αθήνα, εντυπωσιάζεται από μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης και
αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1950 με το
έργο “Χορός πάνω στα στάχυα” (Θίασος Λεμού), αλλά γνωστός έγινε με τα επόμενα
έργα του, που ανέβηκαν από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και το Εθνικό
Θέατρο. Το έργο σταθμός στη σταδιοδρομία του θεωρείται “Η αυλή των θαυμάτων”
(1957).

Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται ο προβληματισμός για τα κοινωνικά
δρώμενα και τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή των ανθρώπων και, κυρίως, η σχέση
της ταραγμένης νεότερης ελληνικής ιστορίας με τη συγκρότηση της νεοελληνικής
ψυχολογίας. Για την προσφορά του στο ελληνικό θέατρο του απονεμήθηκαν οι
τίτλοι: επίτιμος Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου,
επίτιμος Διδάκτωρ της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
επίτιμος Διδάκτωρ της Θεατρολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εξελέγη παμψηφεί τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με την απονομή ανωτάτου παρασήμου. Ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές χώρες (Αγγλία, Αυστρία, Σουηδία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σοβιετική Ένωση, Γερμανία).
Πολύ σημαντική είναι επίσης η δουλειά του ως σεναριογράφου, η οποία άσκησε τεράστια επίδραση στους σύγχρονους και τους μεταγενέστερούς του.



Εξελέγη παμψηφεί τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με την απονομή ανωτάτου παρασήμου. Ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων. Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές χώρες (Αγγλία, Αυστρία, Σουηδία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σοβιετική Ένωση, Γερμανία).
Πολύ σημαντική είναι επίσης η δουλειά του ως σεναριογράφου, η οποία άσκησε τεράστια επίδραση στους σύγχρονους και τους μεταγενέστερούς του.
Έγραψε τα σενάρια σε
πολλές ταινίες σταθμούς του ελληνικού κινηματογράφου («Στέλλα» του Μ.
Κακογιάννη, «Δράκος» του Ν. Κούνδουρου, «Η Αρπαγή της Περσεφόνης» του Γ.
Γρηγορίου), ενώ σκηνοθέτησε ο ίδιος, σε δικό του σενάριο, την ταινία «Το κανόνι
και το αηδόνι», το 1968. Αξιοσημείωτη είναι και η εξαιρετική του επίδοση στη
στιχουργία, αφού το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (μουσ. Μάνου Χατζιδάκη), το
«Μαουτχάουζεν» (μουσ. Μίκη Θεοδωράκη), το «Μεγάλο μας Τσίρκο» (μουσ. Σταύρου
Ξαρχάκου) και άλλα σημαντικά έργα της ελληνικής μουσικής φέρουν την υπογραφή
του.
Η μουσική του έργου ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου και τα τραγούδια της παράστασης απέδιδαν ο Νίκος Ξυλούρης και τα μέλη του θιάσου. Τα σκηνικά της παράστασης ήταν του Ευγένιου Σπαθάρη και στο θίασο πρωταγωνιστικούς ρόλους είχαν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Στέλιος Κωνσταντόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος.
"Το μεγάλο μας τσίρκο"
Το καλοκαίρι του 1973, κι
ενώ η χούντα των συνταγματαρχών ήταν και έδειχνε ακόμα πανίσχυρη, η Τζένη
Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανεβάζουν στο θέατρο “Αθήναιον” το έργο του Ιάκωβου
Καμπανέλη “Tο μεγάλο μας τσίρκο”. Στο έργο αυτό, μέσα από σατιρικά και δραματικά
νούμερα και τραγούδια, γινόταν μια αναδρομή στην ιστορία της Ελλάδας από την
Τουρκοκρατία, τον Όθωνα και τους υπόλοιπους κυβερνήτες της ανεξάρτητης Ελλάδας
ως την Μικρασιατική καταστροφή, τον πόλεμο του ’40 και το –τότε– σήμερα…με
υπονοούμενα, περιορισμένα και όχι για όλες τις περιόδους της σύγχρονης
πολιτικής ιστορίας μας - πόθους, αγώνες και πάθη του λαού στο παρελθόν και
το άχτι του για τη χουντική δικτατορία. Η μουσική του έργου ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου και τα τραγούδια της παράστασης απέδιδαν ο Νίκος Ξυλούρης και τα μέλη του θιάσου. Τα σκηνικά της παράστασης ήταν του Ευγένιου Σπαθάρη και στο θίασο πρωταγωνιστικούς ρόλους είχαν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Στέλιος Κωνσταντόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος.


Eίναι μια μαρτυρία για τη διαχρονία της Εθνικής μας περιπέτειας. Ένα λαϊκό έπος στο οποίο διαγράφονται ανάγλυφα οι αρετές αλλά και οι παθογένειες της φυλής, οι ανατάσεις και οι πτώσεις, οι αγώνες και οι αγωνίες ενός λαού, που φορτωμένος τη βαριά του ιστορία, δοκιμάζει τον βηματισμό του προς τον χρησμό ενός αμφίσημου μέλλοντος. Tο εύρημα του τσίρκου περιορίζεται στους αφηγητές και δεν χρησιμοποιεί μορφές τσίρκου για την αναπαράσταση μορφών της ελληνικής ιστορίας. Η αναπαράσταση των ιστορικών μορφών είναι αρκετά ρεαλιστική, καθώς έχει σκοπό να κινητοποιήσει το κοινό αίσθημα.

Στίχοι από ένα χαρακτηριστικό τραγούδι του έργου:
Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,
μην έχεις πια την πείνα για καμάρι.
Οι αγώνες πούχεις κάνει δεν φελάνε
το αίμα το χυμένο αν δεν ξοφλάνε.
Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,
η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή,
του σκλάβου που του μέλλει να θαφτεί.
Οι αγώνες πούχεις κάνει δεν φελάνε
το αίμα το χυμένο αν δεν ξοφλάνε.
Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι,
η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή,
του σκλάβου που του μέλλει να θαφτεί.